Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόβασις
προβασκαίνω
προβασκάνιον
προβαστάζω
προβατάγριον
προβατεία
προβάτειος
προβατεύσιμος
προβατευτής
προβατευτικός
προβατεύω
προβατεών
προβατικός
προβάτιον
προβατοβοσκός
προβατογνώμων
προβατοδόρας
προβατοθύτης
προβατοκάπηλος
προβατοκόμος
προβατοκτηνοτρόφος
View word page
προβατεύω
to watch sheep, be a shepherd
ShortDef
to watch sheep, be a shepherd
Debugging
Headword:
προβατεύω
Headword (normalized):
προβατεύω
Headword (normalized/stripped):
προβατευω
IDX:
73120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73121
Key:
Data
{'content': 'to watch sheep, be a shepherd'}