Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβασιλεύω
πρόβασις
προβασκαίνω
προβασκάνιον
προβαστάζω
προβατάγριον
προβατεία
προβάτειος
προβατεύσιμος
προβατευτής
προβατευτικός
προβατεύω
προβατεών
προβατικός
προβάτιον
προβατοβοσκός
προβατογνώμων
προβατοδόρας
προβατοθύτης
προβατοκάπηλος
προβατοκόμος
View word page
προβατευτικός
of or for cattle

ShortDef

of or for cattle

Debugging

Headword:
προβατευτικός
Headword (normalized):
προβατευτικός
Headword (normalized/stripped):
προβατευτικος
IDX:
73119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73120
Key:

Data

{'content': 'of or for cattle'}