Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεπινόητος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπλαστος
ἀνεπίπλεκτος
ἀνεπίπληκτος
ἀνεπιπληξία
ἀνεπιπρόσθητος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπιρρήτως
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπίσκευος
ἀνεπισκεψία
ἀνεπισκίαστος
ἀνεπισκόπητος
ἀνεπισκότητος
ἀνεπισταθμεία
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπιστασία
ἀνεπιστάτητος
ἀνεπίστατος
View word page
ἀνεπίσκεπτος
inattentive, inconsiderate
ShortDef
inattentive, inconsiderate
Debugging
Headword:
ἀνεπίσκεπτος
Headword (normalized):
ἀνεπίσκεπτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπισκεπτος
IDX:
7311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7312
Key:
Data
{'content': 'inattentive, inconsiderate'}