Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβασανίζω
προβασιλεύω
πρόβασις
προβασκαίνω
προβασκάνιον
προβαστάζω
προβατάγριον
προβατεία
προβάτειος
προβατεύσιμος
προβατευτής
προβατευτικός
προβατεύω
προβατεών
προβατικός
προβάτιον
προβατοβοσκός
προβατογνώμων
προβατοδόρας
προβατοθύτης
προβατοκάπηλος
View word page
προβατευτής
grazier

ShortDef

grazier

Debugging

Headword:
προβατευτής
Headword (normalized):
προβατευτής
Headword (normalized/stripped):
προβατευτης
IDX:
73118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73119
Key:

Data

{'content': 'grazier'}