Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβαρύνω
προβασανίζω
προβασιλεύω
πρόβασις
προβασκαίνω
προβασκάνιον
προβαστάζω
προβατάγριον
προβατεία
προβάτειος
προβατεύσιμος
προβατευτής
προβατευτικός
προβατεύω
προβατεών
προβατικός
προβάτιον
προβατοβοσκός
προβατογνώμων
προβατοδόρας
προβατοθύτης
View word page
προβατεύσιμος
suited for pasturage

ShortDef

suited for pasturage

Debugging

Headword:
προβατεύσιμος
Headword (normalized):
προβατεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
προβατευσιμος
IDX:
73117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73118
Key:

Data

{'content': 'suited for pasturage'}