Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προβάπτω
προβαρύνω
προβασανίζω
προβασιλεύω
πρόβασις
προβασκαίνω
προβασκάνιον
προβαστάζω
προβατάγριον
προβατεία
προβάτειος
προβατεύσιμος
προβατευτής
προβατευτικός
προβατεύω
προβατεών
προβατικός
προβάτιον
προβατοβοσκός
προβατογνώμων
προβατοδόρας
View word page
προβάτειος
of a sheep
ShortDef
of a sheep
Debugging
Headword:
προβάτειος
Headword (normalized):
προβάτειος
Headword (normalized/stripped):
προβατειος
IDX:
73116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73117
Key:
Data
{'content': 'of a sheep'}