Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβαλάνειον
προβαλλός
προβάλλω
προβάπτω
προβαρύνω
προβασανίζω
προβασιλεύω
πρόβασις
προβασκαίνω
προβασκάνιον
προβαστάζω
προβατάγριον
προβατεία
προβάτειος
προβατεύσιμος
προβατευτής
προβατευτικός
προβατεύω
προβατεών
προβατικός
προβάτιον
View word page
προβαστάζω
carry away beforehand

ShortDef

carry away beforehand

Debugging

Headword:
προβαστάζω
Headword (normalized):
προβαστάζω
Headword (normalized/stripped):
προβασταζω
IDX:
73113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73114
Key:

Data

{'content': 'carry away beforehand'}