Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόβακχος
προβαλάνειον
προβαλλός
προβάλλω
προβάπτω
προβαρύνω
προβασανίζω
προβασιλεύω
πρόβασις
προβασκαίνω
προβασκάνιον
προβαστάζω
προβατάγριον
προβατεία
προβάτειος
προβατεύσιμος
προβατευτής
προβατευτικός
προβατεύω
προβατεών
προβατικός
View word page
προβασκάνιον
safeguard against witchcraft, amulet

ShortDef

safeguard against witchcraft, amulet

Debugging

Headword:
προβασκάνιον
Headword (normalized):
προβασκάνιον
Headword (normalized/stripped):
προβασκανιον
IDX:
73112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73113
Key:

Data

{'content': 'safeguard against witchcraft, amulet'}