Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προβακχήϊος
πρόβακχος
προβαλάνειον
προβαλλός
προβάλλω
προβάπτω
προβαρύνω
προβασανίζω
προβασιλεύω
πρόβασις
προβασκαίνω
προβασκάνιον
προβαστάζω
προβατάγριον
προβατεία
προβάτειος
προβατεύσιμος
προβατευτής
προβατευτικός
προβατεύω
προβατεών
View word page
προβασκαίνω
envy before
ShortDef
envy before
Debugging
Headword:
προβασκαίνω
Headword (normalized):
προβασκαίνω
Headword (normalized/stripped):
προβασκαινω
IDX:
73111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73112
Key:
Data
{'content': 'envy before'}