Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προβαθύς
προβαίνω
προβακχήϊος
πρόβακχος
προβαλάνειον
προβαλλός
προβάλλω
προβάπτω
προβαρύνω
προβασανίζω
προβασιλεύω
πρόβασις
προβασκαίνω
προβασκάνιον
προβαστάζω
προβατάγριον
προβατεία
προβάτειος
προβατεύσιμος
προβατευτής
προβατευτικός
View word page
προβασιλεύω
rule before
ShortDef
rule before
Debugging
Headword:
προβασιλεύω
Headword (normalized):
προβασιλεύω
Headword (normalized/stripped):
προβασιλευω
IDX:
73109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73110
Key:
Data
{'content': 'rule before'}