Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπινοησία
ἀνεπινόητος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπλαστος
ἀνεπίπλεκτος
ἀνεπίπληκτος
ἀνεπιπληξία
ἀνεπιπρόσθητος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπιρρήτως
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπίσκευος
ἀνεπισκεψία
ἀνεπισκίαστος
ἀνεπισκόπητος
ἀνεπισκότητος
ἀνεπισταθμεία
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπιστασία
ἀνεπιστάτητος
View word page
ἀνεπισήμαντος
undistinguished

ShortDef

undistinguished

Debugging

Headword:
ἀνεπισήμαντος
Headword (normalized):
ἀνεπισήμαντος
Headword (normalized/stripped):
ανεπισημαντος
IDX:
7310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7311
Key:

Data

{'content': 'undistinguished'}