Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαφρίζω
προβάδην
προβαδίζω
προβαθύς
προβαίνω
προβακχήϊος
πρόβακχος
προβαλάνειον
προβαλλός
προβάλλω
προβάπτω
προβαρύνω
προβασανίζω
προβασιλεύω
πρόβασις
προβασκαίνω
προβασκάνιον
προβαστάζω
προβατάγριον
προβατεία
προβάτειος
View word page
προβάπτω
dip first
ShortDef
dip first
Debugging
Headword:
προβάπτω
Headword (normalized):
προβάπτω
Headword (normalized/stripped):
προβαπτω
IDX:
73106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73107
Key:
Data
{'content': 'dip first'}