Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαφίσταμαι
προαφρίζω
προβάδην
προβαδίζω
προβαθύς
προβαίνω
προβακχήϊος
πρόβακχος
προβαλάνειον
προβαλλός
προβάλλω
προβάπτω
προβαρύνω
προβασανίζω
προβασιλεύω
πρόβασις
προβασκαίνω
προβασκάνιον
προβαστάζω
προβατάγριον
προβατεία
View word page
προβάλλω
to throw before, throw

ShortDef

to throw before, throw

Debugging

Headword:
προβάλλω
Headword (normalized):
προβάλλω
Headword (normalized/stripped):
προβαλλω
IDX:
73105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73106
Key:

Data

{'content': 'to throw before, throw'}