Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαφέλκω
προαφέψω
προαφηγέομαι
προαφίημι
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
προαφρίζω
προβάδην
προβαδίζω
προβαθύς
προβαίνω
προβακχήϊος
πρόβακχος
προβαλάνειον
προβαλλός
προβάλλω
προβάπτω
προβαρύνω
προβασανίζω
προβασιλεύω
πρόβασις
View word page
προβαίνω
to step on, step forward, advance

ShortDef

to step on, step forward, advance

Debugging

Headword:
προβαίνω
Headword (normalized):
προβαίνω
Headword (normalized/stripped):
προβαινω
IDX:
73100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73101
Key:

Data

{'content': 'to step on, step forward, advance'}