Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
ἀγριάς
ἀγριαχράς
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
View word page
ἀγριέλαιος
of a wild olive
ShortDef
of a wild olive
Debugging
Headword:
ἀγριέλαιος
Headword (normalized):
ἀγριέλαιος
Headword (normalized/stripped):
αγριελαιος
IDX:
730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-731
Key:
Data
{'content': 'of a wild olive'}