Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαύξησις
προαφαιρέω
προαφανίζομαι
προαφαυαίνω
προαφέλκω
προαφέψω
προαφηγέομαι
προαφίημι
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
προαφρίζω
προβάδην
προβαδίζω
προβαθύς
προβαίνω
προβακχήϊος
πρόβακχος
προβαλάνειον
προβαλλός
προβάλλω
προβάπτω
View word page
προαφρίζω
despumate
ShortDef
despumate
Debugging
Headword:
προαφρίζω
Headword (normalized):
προαφρίζω
Headword (normalized/stripped):
προαφριζω
IDX:
73096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73097
Key:
Data
{'content': 'despumate'}