Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαύλιον
προαυξής
προαύξησις
προαφαιρέω
προαφανίζομαι
προαφαυαίνω
προαφέλκω
προαφέψω
προαφηγέομαι
προαφίημι
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
προαφρίζω
προβάδην
προβαδίζω
προβαθύς
προβαίνω
προβακχήϊος
πρόβακχος
προβαλάνειον
προβαλλός
View word page
προαφικνέομαι
to arrive first

ShortDef

to arrive first

Debugging

Headword:
προαφικνέομαι
Headword (normalized):
προαφικνέομαι
Headword (normalized/stripped):
προαφικνεομαι
IDX:
73094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73095
Key:

Data

{'content': 'to arrive first'}