Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαυλίζομαι
προαύλιον
προαυξής
προαύξησις
προαφαιρέω
προαφανίζομαι
προαφαυαίνω
προαφέλκω
προαφέψω
προαφηγέομαι
προαφίημι
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
προαφρίζω
προβάδην
προβαδίζω
προβαθύς
προβαίνω
προβακχήϊος
πρόβακχος
προβαλάνειον
View word page
προαφίημι
release first
ShortDef
release first
Debugging
Headword:
προαφίημι
Headword (normalized):
προαφίημι
Headword (normalized/stripped):
προαφιημι
IDX:
73093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73094
Key:
Data
{'content': 'release first'}