Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαύλημα
προαυλίζομαι
προαύλιον
προαυξής
προαύξησις
προαφαιρέω
προαφανίζομαι
προαφαυαίνω
προαφέλκω
προαφέψω
προαφηγέομαι
προαφίημι
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
προαφρίζω
προβάδην
προβαδίζω
προβαθύς
προβαίνω
προβακχήϊος
πρόβακχος
View word page
προαφηγέομαι
to relate before

ShortDef

to relate before

Debugging

Headword:
προαφηγέομαι
Headword (normalized):
προαφηγέομαι
Headword (normalized/stripped):
προαφηγεομαι
IDX:
73092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73093
Key:

Data

{'content': 'to relate before'}