Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαυδάω
προαυλέω
προαύλημα
προαυλίζομαι
προαύλιον
προαυξής
προαύξησις
προαφαιρέω
προαφανίζομαι
προαφαυαίνω
προαφέλκω
προαφέψω
προαφηγέομαι
προαφίημι
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
προαφρίζω
προβάδην
προβαδίζω
προβαθύς
προβαίνω
View word page
προαφέλκω
draw off first

ShortDef

draw off first

Debugging

Headword:
προαφέλκω
Headword (normalized):
προαφέλκω
Headword (normalized/stripped):
προαφελκω
IDX:
73090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73091
Key:

Data

{'content': 'draw off first'}