Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προατυχέομαι
προατυχέω
προαυαίνω
προαυδάω
προαυλέω
προαύλημα
προαυλίζομαι
προαύλιον
προαυξής
προαύξησις
προαφαιρέω
προαφανίζομαι
προαφαυαίνω
προαφέλκω
προαφέψω
προαφηγέομαι
προαφίημι
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
προαφρίζω
προβάδην
View word page
προαφαιρέω
take away before

ShortDef

take away before

Debugging

Headword:
προαφαιρέω
Headword (normalized):
προαφαιρέω
Headword (normalized/stripped):
προαφαιρεω
IDX:
73087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73088
Key:

Data

{'content': 'take away before'}