Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προατονέω
προατυχέομαι
προατυχέω
προαυαίνω
προαυδάω
προαυλέω
προαύλημα
προαυλίζομαι
προαύλιον
προαυξής
προαύξησις
προαφαιρέω
προαφανίζομαι
προαφαυαίνω
προαφέλκω
προαφέψω
προαφηγέομαι
προαφίημι
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
προαφρίζω
View word page
προαύξησις
growing out
ShortDef
growing out
Debugging
Headword:
προαύξησις
Headword (normalized):
προαύξησις
Headword (normalized/stripped):
προαυξησις
IDX:
73086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73087
Key:
Data
{'content': 'growing out'}