Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προασφαλίζομαι
προατονέω
προατυχέομαι
προατυχέω
προαυαίνω
προαυδάω
προαυλέω
προαύλημα
προαυλίζομαι
προαύλιον
προαυξής
προαύξησις
προαφαιρέω
προαφανίζομαι
προαφαυαίνω
προαφέλκω
προαφέψω
προαφηγέομαι
προαφίημι
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
View word page
προαυξής
well-grown

ShortDef

well-grown

Debugging

Headword:
προαυξής
Headword (normalized):
προαυξής
Headword (normalized/stripped):
προαυξης
IDX:
73085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73086
Key:

Data

{'content': 'well-grown'}