Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προασπιστήρ
προάστειον
προάστειος
προάστιον
προάστιος
προαστίς
προαστίτης
προασφαλίζομαι
προατονέω
προατυχέομαι
προατυχέω
προαυαίνω
προαυδάω
προαυλέω
προαύλημα
προαυλίζομαι
προαύλιον
προαυξής
προαύξησις
προαφαιρέω
προαφανίζομαι
View word page
προατυχέω
be unfortunate before

ShortDef

be unfortunate before

Debugging

Headword:
προατυχέω
Headword (normalized):
προατυχέω
Headword (normalized/stripped):
προατυχεω
IDX:
73078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73079
Key:

Data

{'content': 'be unfortunate before'}