Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προασκέω
πρόᾳσμα
προασπίζω
προασπιστήρ
προάστειον
προάστειος
προάστιον
προάστιος
προαστίς
προαστίτης
προασφαλίζομαι
προατονέω
προατυχέομαι
προατυχέω
προαυαίνω
προαυδάω
προαυλέω
προαύλημα
προαυλίζομαι
προαύλιον
προαυξής
View word page
προασφαλίζομαι
secure before

ShortDef

secure before

Debugging

Headword:
προασφαλίζομαι
Headword (normalized):
προασφαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προασφαλιζομαι
IDX:
73075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73076
Key:

Data

{'content': 'secure before'}