Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαροτριάω
προαρπάζω
προαρτύω
προαρχιερατεύω
προάρχω
προασιτέω
προασκέω
πρόᾳσμα
προασπίζω
προασπιστήρ
προάστειον
προάστειος
προάστιον
προάστιος
προαστίς
προαστίτης
προασφαλίζομαι
προατονέω
προατυχέομαι
προατυχέω
προαυαίνω
View word page
προάστειον
the space immediately in front of or round a town, a suburb
ShortDef
the space immediately in front of or round a town, a suburb
Debugging
Headword:
προάστειον
Headword (normalized):
προάστειον
Headword (normalized/stripped):
προαστειον
IDX:
73069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73070
Key:
Data
{'content': 'the space immediately in front of or round a town, a suburb'}