Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπίμικτος
ἀνεπιμιξία
ἀνεπίμομφος
ἀνεπίμονος
ἀνεπινοησία
ἀνεπινόητος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπλαστος
ἀνεπίπλεκτος
ἀνεπίπληκτος
ἀνεπιπληξία
ἀνεπιπρόσθητος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπιρρήτως
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπίσκευος
ἀνεπισκεψία
ἀνεπισκίαστος
ἀνεπισκόπητος
ἀνεπισκότητος
View word page
ἀνεπιπληξία
impunity, licentiousness

ShortDef

impunity, licentiousness

Debugging

Headword:
ἀνεπιπληξία
Headword (normalized):
ἀνεπιπληξία
Headword (normalized/stripped):
ανεπιπληξια
IDX:
7306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7307
Key:

Data

{'content': 'impunity, licentiousness'}