Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόαρον
προαροτριάω
προαρπάζω
προαρτύω
προαρχιερατεύω
προάρχω
προασιτέω
προασκέω
πρόᾳσμα
προασπίζω
προασπιστήρ
προάστειον
προάστειος
προάστιον
προάστιος
προαστίς
προαστίτης
προασφαλίζομαι
προατονέω
προατυχέομαι
προατυχέω
View word page
προασπιστήρ
one who holds a shield before, champion
ShortDef
one who holds a shield before, champion
Debugging
Headword:
προασπιστήρ
Headword (normalized):
προασπιστήρ
Headword (normalized/stripped):
προασπιστηρ
IDX:
73068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73069
Key:
Data
{'content': 'one who holds a shield before, champion'}