Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαρμόζω
πρόαρον
προαροτριάω
προαρπάζω
προαρτύω
προαρχιερατεύω
προάρχω
προασιτέω
προασκέω
πρόᾳσμα
προασπίζω
προασπιστήρ
προάστειον
προάστειος
προάστιον
προάστιος
προαστίς
προαστίτης
προασφαλίζομαι
προατονέω
προατυχέομαι
View word page
προασπίζω
hold a shield before

ShortDef

hold a shield before

Debugging

Headword:
προασπίζω
Headword (normalized):
προασπίζω
Headword (normalized/stripped):
προασπιζω
IDX:
73067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73068
Key:

Data

{'content': 'hold a shield before'}