Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαριστίδιος
προαρμόζω
πρόαρον
προαροτριάω
προαρπάζω
προαρτύω
προαρχιερατεύω
προάρχω
προασιτέω
προασκέω
πρόᾳσμα
προασπίζω
προασπιστήρ
προάστειον
προάστειος
προάστιον
προάστιος
προαστίς
προαστίτης
προασφαλίζομαι
προατονέω
View word page
πρόᾳσμα
prelude
ShortDef
prelude
Debugging
Headword:
πρόᾳσμα
Headword (normalized):
πρόᾳσμα
Headword (normalized/stripped):
προασμα
IDX:
73066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73067
Key:
Data
{'content': 'prelude'}