Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαριστεύω
προαριστίδιος
προαρμόζω
πρόαρον
προαροτριάω
προαρπάζω
προαρτύω
προαρχιερατεύω
προάρχω
προασιτέω
προασκέω
πρόᾳσμα
προασπίζω
προασπιστήρ
προάστειον
προάστειος
προάστιον
προάστιος
προαστίς
προαστίτης
προασφαλίζομαι
View word page
προασκέω
to train

ShortDef

to train

Debugging

Headword:
προασκέω
Headword (normalized):
προασκέω
Headword (normalized/stripped):
προασκεω
IDX:
73065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73066
Key:

Data

{'content': 'to train'}