Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαριθμέω
προαριστάω
προαριστεύω
προαριστίδιος
προαρμόζω
πρόαρον
προαροτριάω
προαρπάζω
προαρτύω
προαρχιερατεύω
προάρχω
προασιτέω
προασκέω
πρόᾳσμα
προασπίζω
προασπιστήρ
προάστειον
προάστειος
προάστιον
προάστιος
προαστίς
View word page
προάρχω
begin first

ShortDef

begin first

Debugging

Headword:
προάρχω
Headword (normalized):
προάρχω
Headword (normalized/stripped):
προαρχω
IDX:
73063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73064
Key:

Data

{'content': 'begin first'}