Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαργέω
προαρθρεμβολέω
προαριθμέω
προαριστάω
προαριστεύω
προαριστίδιος
προαρμόζω
πρόαρον
προαροτριάω
προαρπάζω
προαρτύω
προαρχιερατεύω
προάρχω
προασιτέω
προασκέω
πρόᾳσμα
προασπίζω
προασπιστήρ
προάστειον
προάστειος
προάστιον
View word page
προαρτύω
season beforehand

ShortDef

season beforehand

Debugging

Headword:
προαρτύω
Headword (normalized):
προαρτύω
Headword (normalized/stripped):
προαρτυω
IDX:
73061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73062
Key:

Data

{'content': 'season beforehand'}