Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαποχωρέω
προάπτω
προαργέω
προαρθρεμβολέω
προαριθμέω
προαριστάω
προαριστεύω
προαριστίδιος
προαρμόζω
πρόαρον
προαροτριάω
προαρπάζω
προαρτύω
προαρχιερατεύω
προάρχω
προασιτέω
προασκέω
πρόᾳσμα
προασπίζω
προασπιστήρ
προάστειον
View word page
προαροτριάω
plough before
ShortDef
plough before
Debugging
Headword:
προαροτριάω
Headword (normalized):
προαροτριάω
Headword (normalized/stripped):
προαροτριαω
IDX:
73059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73060
Key:
Data
{'content': 'plough before'}