Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαποφαίνω
προαποφέρω
προαπόφημι
προαποφθέγγομαι
προαποφοιτάω
προαποχράομαι
προαποχωρέω
προάπτω
προαργέω
προαρθρεμβολέω
προαριθμέω
προαριστάω
προαριστεύω
προαριστίδιος
προαρμόζω
πρόαρον
προαροτριάω
προαρπάζω
προαρτύω
προαρχιερατεύω
προάρχω
View word page
προαριθμέω
enumerate previously

ShortDef

enumerate previously

Debugging

Headword:
προαριθμέω
Headword (normalized):
προαριθμέω
Headword (normalized/stripped):
προαριθμεω
IDX:
73053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73054
Key:

Data

{'content': 'enumerate previously'}