Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπίλυτος
ἀνεπιμέλητος
ἀνεπίμικτος
ἀνεπιμιξία
ἀνεπίμομφος
ἀνεπίμονος
ἀνεπινοησία
ἀνεπινόητος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπλαστος
ἀνεπίπλεκτος
ἀνεπίπληκτος
ἀνεπιπληξία
ἀνεπιπρόσθητος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπιρρήτως
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπίσκευος
ἀνεπισκεψία
ἀνεπισκίαστος
View word page
ἀνεπίπλεκτος
without connexion with others, isolated

ShortDef

without connexion with others, isolated

Debugging

Headword:
ἀνεπίπλεκτος
Headword (normalized):
ἀνεπίπλεκτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιπλεκτος
IDX:
7304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7305
Key:

Data

{'content': 'without connexion with others, isolated'}