Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαποστερέω
προαποστρέφομαι
προαποστύφω
προαποσφάζω
προαποσχάζω
προαποτάσσομαι
προαποτέλεσμα
προαποτέμνω
προαποτήκω
προαποτίθημι
προαποτίκτω
προαποτρέπομαι
προαποτυγχάνω
προαποφαίνω
προαποφέρω
προαπόφημι
προαποφθέγγομαι
προαποφοιτάω
προαποχράομαι
προαποχωρέω
προάπτω
View word page
προαποτίκτω
lay

ShortDef

lay

Debugging

Headword:
προαποτίκτω
Headword (normalized):
προαποτίκτω
Headword (normalized/stripped):
προαποτικτω
IDX:
73040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73041
Key:

Data

{'content': 'lay'}