Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαποσπογγίζω
προαποσταυρόω
προαποστέλλω
προαποστερέω
προαποστρέφομαι
προαποστύφω
προαποσφάζω
προαποσχάζω
προαποτάσσομαι
προαποτέλεσμα
προαποτέμνω
προαποτήκω
προαποτίθημι
προαποτίκτω
προαποτρέπομαι
προαποτυγχάνω
προαποφαίνω
προαποφέρω
προαπόφημι
προαποφθέγγομαι
προαποφοιτάω
View word page
προαποτέμνω
cut off first
ShortDef
cut off first
Debugging
Headword:
προαποτέμνω
Headword (normalized):
προαποτέμνω
Headword (normalized/stripped):
προαποτεμνω
IDX:
73037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73038
Key:
Data
{'content': 'cut off first'}