Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαποσημαίνω
προαποσμήχω
προαποσπάω
προαποσπογγίζω
προαποσταυρόω
προαποστέλλω
προαποστερέω
προαποστρέφομαι
προαποστύφω
προαποσφάζω
προαποσχάζω
προαποτάσσομαι
προαποτέλεσμα
προαποτέμνω
προαποτήκω
προαποτίθημι
προαποτίκτω
προαποτρέπομαι
προαποτυγχάνω
προαποφαίνω
προαποφέρω
View word page
προαποσχάζω
scarify first

ShortDef

scarify first

Debugging

Headword:
προαποσχάζω
Headword (normalized):
προαποσχάζω
Headword (normalized/stripped):
προαποσχαζω
IDX:
73034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73035
Key:

Data

{'content': 'scarify first'}