Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαποσβέννυμαι
προαποσημαίνω
προαποσμήχω
προαποσπάω
προαποσπογγίζω
προαποσταυρόω
προαποστέλλω
προαποστερέω
προαποστρέφομαι
προαποστύφω
προαποσφάζω
προαποσχάζω
προαποτάσσομαι
προαποτέλεσμα
προαποτέμνω
προαποτήκω
προαποτίθημι
προαποτίκτω
προαποτρέπομαι
προαποτυγχάνω
προαποφαίνω
View word page
προαποσφάζω
to slay before

ShortDef

to slay before

Debugging

Headword:
προαποσφάζω
Headword (normalized):
προαποσφάζω
Headword (normalized/stripped):
προαποσφαζω
IDX:
73033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73034
Key:

Data

{'content': 'to slay before'}