Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαπορρύπτω
προαποσβέννυμαι
προαποσημαίνω
προαποσμήχω
προαποσπάω
προαποσπογγίζω
προαποσταυρόω
προαποστέλλω
προαποστερέω
προαποστρέφομαι
προαποστύφω
προαποσφάζω
προαποσχάζω
προαποτάσσομαι
προαποτέλεσμα
προαποτέμνω
προαποτήκω
προαποτίθημι
προαποτίκτω
προαποτρέπομαι
προαποτυγχάνω
View word page
προαποστύφω
apply an astringent first

ShortDef

apply an astringent first

Debugging

Headword:
προαποστύφω
Headword (normalized):
προαποστύφω
Headword (normalized/stripped):
προαποστυφω
IDX:
73032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73033
Key:

Data

{'content': 'apply an astringent first'}