Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαπορέω
προαπορρίπτω
προαπορρύπτω
προαποσβέννυμαι
προαποσημαίνω
προαποσμήχω
προαποσπάω
προαποσπογγίζω
προαποσταυρόω
προαποστέλλω
προαποστερέω
προαποστρέφομαι
προαποστύφω
προαποσφάζω
προαποσχάζω
προαποτάσσομαι
προαποτέλεσμα
προαποτέμνω
προαποτήκω
προαποτίθημι
προαποτίκτω
View word page
προαποστερέω
rob before
ShortDef
rob before
Debugging
Headword:
προαποστερέω
Headword (normalized):
προαποστερέω
Headword (normalized/stripped):
προαποστερεω
IDX:
73030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73031
Key:
Data
{'content': 'rob before'}