Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαπόπτωτος
προαπορέω
προαπορρίπτω
προαπορρύπτω
προαποσβέννυμαι
προαποσημαίνω
προαποσμήχω
προαποσπάω
προαποσπογγίζω
προαποσταυρόω
προαποστέλλω
προαποστερέω
προαποστρέφομαι
προαποστύφω
προαποσφάζω
προαποσχάζω
προαποτάσσομαι
προαποτέλεσμα
προαποτέμνω
προαποτήκω
προαποτίθημι
View word page
προαποστέλλω
to send away, dispatch beforehand

ShortDef

to send away, dispatch beforehand

Debugging

Headword:
προαποστέλλω
Headword (normalized):
προαποστέλλω
Headword (normalized/stripped):
προαποστελλω
IDX:
73029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73030
Key:

Data

{'content': 'to send away, dispatch beforehand'}