Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαποξηραίνω
προαποξυρέω
προαποξύω
προαποπαύω
προαποπέμπω
προαποπίπτω
προαποπληρόω
προαποπλύνω
προαποπνέω
προαποπνίγομαι
προαπόπτωτος
προαπορέω
προαπορρίπτω
προαπορρύπτω
προαποσβέννυμαι
προαποσημαίνω
προαποσμήχω
προαποσπάω
προαποσπογγίζω
προαποσταυρόω
προαποστέλλω
View word page
προαπόπτωτος
having fallen off before its time

ShortDef

having fallen off before its time

Debugging

Headword:
προαπόπτωτος
Headword (normalized):
προαπόπτωτος
Headword (normalized/stripped):
προαποπτωτος
IDX:
73019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73020
Key:

Data

{'content': 'having fallen off before its time'}