Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαπονυχίζω
προαποξηραίνω
προαποξυρέω
προαποξύω
προαποπαύω
προαποπέμπω
προαποπίπτω
προαποπληρόω
προαποπλύνω
προαποπνέω
προαποπνίγομαι
προαπόπτωτος
προαπορέω
προαπορρίπτω
προαπορρύπτω
προαποσβέννυμαι
προαποσημαίνω
προαποσμήχω
προαποσπάω
προαποσπογγίζω
προαποσταυρόω
View word page
προαποπνίγομαι
to be choked, drowned first
ShortDef
to be choked, drowned first
Debugging
Headword:
προαποπνίγομαι
Headword (normalized):
προαποπνίγομαι
Headword (normalized/stripped):
προαποπνιγομαι
IDX:
73018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73019
Key:
Data
{'content': 'to be choked, drowned first'}