Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαπονίπτω
προαπονυχίζω
προαποξηραίνω
προαποξυρέω
προαποξύω
προαποπαύω
προαποπέμπω
προαποπίπτω
προαποπληρόω
προαποπλύνω
προαποπνέω
προαποπνίγομαι
προαπόπτωτος
προαπορέω
προαπορρίπτω
προαπορρύπτω
προαποσβέννυμαι
προαποσημαίνω
προαποσμήχω
προαποσπάω
προαποσπογγίζω
View word page
προαποπνέω
blow early
ShortDef
blow early
Debugging
Headword:
προαποπνέω
Headword (normalized):
προαποπνέω
Headword (normalized/stripped):
προαποπνεω
IDX:
73017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73018
Key:
Data
{'content': 'blow early'}