Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαπομισθόω
προαπονίπτω
προαπονυχίζω
προαποξηραίνω
προαποξυρέω
προαποξύω
προαποπαύω
προαποπέμπω
προαποπίπτω
προαποπληρόω
προαποπλύνω
προαποπνέω
προαποπνίγομαι
προαπόπτωτος
προαπορέω
προαπορρίπτω
προαπορρύπτω
προαποσβέννυμαι
προαποσημαίνω
προαποσμήχω
προαποσπάω
View word page
προαποπλύνω
wash before
ShortDef
wash before
Debugging
Headword:
προαποπλύνω
Headword (normalized):
προαποπλύνω
Headword (normalized/stripped):
προαποπλυνω
IDX:
73016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73017
Key:
Data
{'content': 'wash before'}