Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαπολύω
προαπομισθόω
προαπονίπτω
προαπονυχίζω
προαποξηραίνω
προαποξυρέω
προαποξύω
προαποπαύω
προαποπέμπω
προαποπίπτω
προαποπληρόω
προαποπλύνω
προαποπνέω
προαποπνίγομαι
προαπόπτωτος
προαπορέω
προαπορρίπτω
προαπορρύπτω
προαποσβέννυμαι
προαποσημαίνω
προαποσμήχω
View word page
προαποπληρόω
block up beforehand

ShortDef

block up beforehand

Debugging

Headword:
προαποπληρόω
Headword (normalized):
προαποπληρόω
Headword (normalized/stripped):
προαποπληροω
IDX:
73015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73016
Key:

Data

{'content': 'block up beforehand'}