Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαπόλλυμι
προαπολύω
προαπομισθόω
προαπονίπτω
προαπονυχίζω
προαποξηραίνω
προαποξυρέω
προαποξύω
προαποπαύω
προαποπέμπω
προαποπίπτω
προαποπληρόω
προαποπλύνω
προαποπνέω
προαποπνίγομαι
προαπόπτωτος
προαπορέω
προαπορρίπτω
προαπορρύπτω
προαποσβέννυμαι
προαποσημαίνω
View word page
προαποπίπτω
fall off early
ShortDef
fall off early
Debugging
Headword:
προαποπίπτω
Headword (normalized):
προαποπίπτω
Headword (normalized/stripped):
προαποπιπτω
IDX:
73014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73015
Key:
Data
{'content': 'fall off early'}