Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαπολήγω
προαπολιλνώσκω
προαπόλλυμι
προαπολύω
προαπομισθόω
προαπονίπτω
προαπονυχίζω
προαποξηραίνω
προαποξυρέω
προαποξύω
προαποπαύω
προαποπέμπω
προαποπίπτω
προαποπληρόω
προαποπλύνω
προαποπνέω
προαποπνίγομαι
προαπόπτωτος
προαπορέω
προαπορρίπτω
προαπορρύπτω
View word page
προαποπαύω
put a stop to first

ShortDef

put a stop to first

Debugging

Headword:
προαποπαύω
Headword (normalized):
προαποπαύω
Headword (normalized/stripped):
προαποπαυω
IDX:
73012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73013
Key:

Data

{'content': 'put a stop to first'}